Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προεστιάω
προέτειος
προετέον
προετήσιαι
προετικός
προετοιμάζω
προετοιμασία
προετυμολόγησις
προευαγγελίζομαι
προευδοκιμέω
προευεργετέω
προευθετίζω
προευκρινέω
προευκτικός
προευλαβέομαι
προευλογέω
προευμενίζομαι
προευπεπτέω
προευπορέω
προευτελίζω
προευτρεπίζω
View word page
προευεργετέω
confer a favour on before
ShortDef
confer a favour on before
Debugging
Headword:
προευεργετέω
Headword (normalized):
προευεργετέω
Headword (normalized/stripped):
προευεργετεω
IDX:
73718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73719
Key:
Data
{'content': 'confer a favour on before'}