Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεσκεμμένως
προεστιάω
προέτειος
προετέον
προετήσιαι
προετικός
προετοιμάζω
προετοιμασία
προετυμολόγησις
προευαγγελίζομαι
προευδοκιμέω
προευεργετέω
προευθετίζω
προευκρινέω
προευκτικός
προευλαβέομαι
προευλογέω
προευμενίζομαι
προευπεπτέω
προευπορέω
προευτελίζω
View word page
προευδοκιμέω
to be in good repute before

ShortDef

to be in good repute before

Debugging

Headword:
προευδοκιμέω
Headword (normalized):
προευδοκιμέω
Headword (normalized/stripped):
προευδοκιμεω
IDX:
73717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73718
Key:

Data

{'content': 'to be in good repute before'}