Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόεσις
προεσκεμμένως
προεστιάω
προέτειος
προετέον
προετήσιαι
προετικός
προετοιμάζω
προετοιμασία
προετυμολόγησις
προευαγγελίζομαι
προευδοκιμέω
προευεργετέω
προευθετίζω
προευκρινέω
προευκτικός
προευλαβέομαι
προευλογέω
προευμενίζομαι
προευπεπτέω
προευπορέω
View word page
προευαγγελίζομαι
to preach the gospel beforehand

ShortDef

to preach the gospel beforehand

Debugging

Headword:
προευαγγελίζομαι
Headword (normalized):
προευαγγελίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προευαγγελιζομαι
IDX:
73716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73717
Key:

Data

{'content': 'to preach the gospel beforehand'}