Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προέρχομαι
προερωτάω
προεσθίω
πρόεσις
προεσκεμμένως
προεστιάω
προέτειος
προετέον
προετήσιαι
προετικός
προετοιμάζω
προετοιμασία
προετυμολόγησις
προευαγγελίζομαι
προευδοκιμέω
προευεργετέω
προευθετίζω
προευκρινέω
προευκτικός
προευλαβέομαι
προευλογέω
View word page
προετοιμάζω
to get ready before

ShortDef

to get ready before

Debugging

Headword:
προετοιμάζω
Headword (normalized):
προετοιμάζω
Headword (normalized/stripped):
προετοιμαζω
IDX:
73713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73714
Key:

Data

{'content': 'to get ready before'}