Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προερέω
προερμηνεύω
προέρπω
προερύω
προέρχομαι
προερωτάω
προεσθίω
πρόεσις
προεσκεμμένως
προεστιάω
προέτειος
προετέον
προετήσιαι
προετικός
προετοιμάζω
προετοιμασία
προετυμολόγησις
προευαγγελίζομαι
προευδοκιμέω
προευεργετέω
προευθετίζω
View word page
προέτειος
of the last year
ShortDef
of the last year
Debugging
Headword:
προέτειος
Headword (normalized):
προέτειος
Headword (normalized/stripped):
προετειος
IDX:
73709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73710
Key:
Data
{'content': 'of the last year'}