Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεραστία
ἀνέραστος
ἀνεργάζομαι
ἀνεργασία
ἀνέργαστος
ἀνέργεια
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείδω
ἀνέρεικτος
ἀνερείπομαι
ἀνερέπτομαι
ἀνερεύγω
ἀνερευθής
ἀνερευνάω
ἀνερεύνησις
ἀνερεύνητος
ἀνερίθευτος
ἀνερίναστος
ἀνερκής
ἀνερμάτιστος
View word page
ἀνερείπομαι
to snatch up and carry off
ShortDef
to snatch up and carry off
Debugging
Headword:
ἀνερείπομαι
Headword (normalized):
ἀνερείπομαι
Headword (normalized/stripped):
ανερειπομαι
IDX:
7370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7371
Key:
Data
{'content': 'to snatch up and carry off'}