Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προερευνάω
προερέω
προερμηνεύω
προέρπω
προερύω
προέρχομαι
προερωτάω
προεσθίω
πρόεσις
προεσκεμμένως
προεστιάω
προέτειος
προετέον
προετήσιαι
προετικός
προετοιμάζω
προετοιμασία
προετυμολόγησις
προευαγγελίζομαι
προευδοκιμέω
προευεργετέω
View word page
προεστιάω
feast, entertain before

ShortDef

feast, entertain before

Debugging

Headword:
προεστιάω
Headword (normalized):
προεστιάω
Headword (normalized/stripped):
προεστιαω
IDX:
73708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73709
Key:

Data

{'content': 'feast, entertain before'}