Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προερέσσω
προερευνάω
προερέω
προερμηνεύω
προέρπω
προερύω
προέρχομαι
προερωτάω
προεσθίω
πρόεσις
προεσκεμμένως
προεστιάω
προέτειος
προετέον
προετήσιαι
προετικός
προετοιμάζω
προετοιμασία
προετυμολόγησις
προευαγγελίζομαι
προευδοκιμέω
View word page
προεσκεμμένως
with forethought

ShortDef

with forethought

Debugging

Headword:
προεσκεμμένως
Headword (normalized):
προεσκεμμένως
Headword (normalized/stripped):
προεσκεμμενως
IDX:
73707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73708
Key:

Data

{'content': 'with forethought'}