Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεπιχείρησις
προεποικέω
προερανίστρια
προεργάζομαι
προεργασία
προερεθίζω
προερεθισμός
προερέσσω
προερευνάω
προερέω
προερμηνεύω
προέρπω
προερύω
προέρχομαι
προερωτάω
προεσθίω
πρόεσις
προεσκεμμένως
προεστιάω
προέτειος
προετέον
View word page
προερμηνεύω
translate before

ShortDef

translate before

Debugging

Headword:
προερμηνεύω
Headword (normalized):
προερμηνεύω
Headword (normalized/stripped):
προερμηνευω
IDX:
73700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73701
Key:

Data

{'content': 'translate before'}