Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προεπιχειρέω
προεπιχείρησις
προεποικέω
προερανίστρια
προεργάζομαι
προεργασία
προερεθίζω
προερεθισμός
προερέσσω
προερευνάω
προερέω
προερμηνεύω
προέρπω
προερύω
προέρχομαι
προερωτάω
προεσθίω
πρόεσις
προεσκεμμένως
προεστιάω
προέτειος
View word page
προερέω
to say beforehand
ShortDef
to say beforehand
Debugging
Headword:
προερέω
Headword (normalized):
προερέω
Headword (normalized/stripped):
προερεω
IDX:
73699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73700
Key:
Data
{'content': 'to say beforehand'}