Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνέραμαι
ἀνεραστία
ἀνέραστος
ἀνεργάζομαι
ἀνεργασία
ἀνέργαστος
ἀνέργεια
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείδω
ἀνέρεικτος
ἀνερείπομαι
ἀνερέπτομαι
ἀνερεύγω
ἀνερευθής
ἀνερευνάω
ἀνερεύνησις
ἀνερεύνητος
ἀνερίθευτος
ἀνερίναστος
ἀνερκής
View word page
ἀνέρεικτος
not bruised, unground

ShortDef

not bruised, unground

Debugging

Headword:
ἀνέρεικτος
Headword (normalized):
ἀνέρεικτος
Headword (normalized/stripped):
ανερεικτος
IDX:
7369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7370
Key:

Data

{'content': 'not bruised, unground'}