Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριομέλιττα
View word page
ἀγριοβάλανος
evergreen oak, Quercus pseudo-coccifera
ShortDef
evergreen oak, Quercus pseudo-coccifera
Debugging
Headword:
ἀγριοβάλανος
Headword (normalized):
ἀγριοβάλανος
Headword (normalized/stripped):
αγριοβαλανος
IDX:
736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-737
Key:
Data
{'content': 'evergreen oak, Quercus pseudo-coccifera'}