Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προεπιτροπεύω
προεπιφαίνομαι
προεπιχειρέω
προεπιχείρησις
προεποικέω
προερανίστρια
προεργάζομαι
προεργασία
προερεθίζω
προερεθισμός
προερέσσω
προερευνάω
προερέω
προερμηνεύω
προέρπω
προερύω
προέρχομαι
προερωτάω
προεσθίω
πρόεσις
προεσκεμμένως
View word page
προερέσσω
to row forwards
ShortDef
to row forwards
Debugging
Headword:
προερέσσω
Headword (normalized):
προερέσσω
Headword (normalized/stripped):
προερεσσω
IDX:
73697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73698
Key:
Data
{'content': 'to row forwards'}