Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προεπιταράσσω
προεπιτίθεμαι
προεπιτροπεύω
προεπιφαίνομαι
προεπιχειρέω
προεπιχείρησις
προεποικέω
προερανίστρια
προεργάζομαι
προεργασία
προερεθίζω
προερεθισμός
προερέσσω
προερευνάω
προερέω
προερμηνεύω
προέρπω
προερύω
προέρχομαι
προερωτάω
προεσθίω
View word page
προερεθίζω
irritate before
ShortDef
irritate before
Debugging
Headword:
προερεθίζω
Headword (normalized):
προερεθίζω
Headword (normalized/stripped):
προερεθιζω
IDX:
73695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73696
Key:
Data
{'content': 'irritate before'}