Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προεπίσταμαι
προεπιστέλλω
προεπιταράσσω
προεπιτίθεμαι
προεπιτροπεύω
προεπιφαίνομαι
προεπιχειρέω
προεπιχείρησις
προεποικέω
προερανίστρια
προεργάζομαι
προεργασία
προερεθίζω
προερεθισμός
προερέσσω
προερευνάω
προερέω
προερμηνεύω
προέρπω
προερύω
προέρχομαι
View word page
προεργάζομαι
to do
ShortDef
to do
Debugging
Headword:
προεργάζομαι
Headword (normalized):
προεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προεργαζομαι
IDX:
73693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73694
Key:
Data
{'content': 'to do'}