Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεπισκεπτέον
προεπισκήπτομαι
προεπισκοπέω
προεπίσταμαι
προεπιστέλλω
προεπιταράσσω
προεπιτίθεμαι
προεπιτροπεύω
προεπιφαίνομαι
προεπιχειρέω
προεπιχείρησις
προεποικέω
προερανίστρια
προεργάζομαι
προεργασία
προερεθίζω
προερεθισμός
προερέσσω
προερευνάω
προερέω
προερμηνεύω
View word page
προεπιχείρησις
attacking first

ShortDef

attacking first

Debugging

Headword:
προεπιχείρησις
Headword (normalized):
προεπιχείρησις
Headword (normalized/stripped):
προεπιχειρησις
IDX:
73690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73691
Key:

Data

{'content': 'attacking first'}