Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεπισημαίνω
προεπισκεπτέον
προεπισκήπτομαι
προεπισκοπέω
προεπίσταμαι
προεπιστέλλω
προεπιταράσσω
προεπιτίθεμαι
προεπιτροπεύω
προεπιφαίνομαι
προεπιχειρέω
προεπιχείρησις
προεποικέω
προερανίστρια
προεργάζομαι
προεργασία
προερεθίζω
προερεθισμός
προερέσσω
προερευνάω
προερέω
View word page
προεπιχειρέω
to be the first to attack

ShortDef

to be the first to attack

Debugging

Headword:
προεπιχειρέω
Headword (normalized):
προεπιχειρέω
Headword (normalized/stripped):
προεπιχειρεω
IDX:
73689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73690
Key:

Data

{'content': 'to be the first to attack'}