Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεπιπλήσσω
προεπισημαίνω
προεπισκεπτέον
προεπισκήπτομαι
προεπισκοπέω
προεπίσταμαι
προεπιστέλλω
προεπιταράσσω
προεπιτίθεμαι
προεπιτροπεύω
προεπιφαίνομαι
προεπιχειρέω
προεπιχείρησις
προεποικέω
προερανίστρια
προεργάζομαι
προεργασία
προερεθίζω
προερεθισμός
προερέσσω
προερευνάω
View word page
προεπιφαίνομαι
appear first

ShortDef

appear first

Debugging

Headword:
προεπιφαίνομαι
Headword (normalized):
προεπιφαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
προεπιφαινομαι
IDX:
73688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73689
Key:

Data

{'content': 'appear first'}