Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεπιπάσσω
προεπιπλήσσω
προεπισημαίνω
προεπισκεπτέον
προεπισκήπτομαι
προεπισκοπέω
προεπίσταμαι
προεπιστέλλω
προεπιταράσσω
προεπιτίθεμαι
προεπιτροπεύω
προεπιφαίνομαι
προεπιχειρέω
προεπιχείρησις
προεποικέω
προερανίστρια
προεργάζομαι
προεργασία
προερεθίζω
προερεθισμός
προερέσσω
View word page
προεπιτροπεύω
act as ἐπίτροπος before

ShortDef

act as ἐπίτροπος before

Debugging

Headword:
προεπιτροπεύω
Headword (normalized):
προεπιτροπεύω
Headword (normalized/stripped):
προεπιτροπευω
IDX:
73687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73688
Key:

Data

{'content': 'act as ἐπίτροπος before'}