Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεπιμελέομαι
προεπινοέω
προεπίνοια
προεπιξενόομαι
προεπιπάσσω
προεπιπλήσσω
προεπισημαίνω
προεπισκεπτέον
προεπισκήπτομαι
προεπισκοπέω
προεπίσταμαι
προεπιστέλλω
προεπιταράσσω
προεπιτίθεμαι
προεπιτροπεύω
προεπιφαίνομαι
προεπιχειρέω
προεπιχείρησις
προεποικέω
προερανίστρια
προεργάζομαι
View word page
προεπίσταμαι
to know

ShortDef

to know

Debugging

Headword:
προεπίσταμαι
Headword (normalized):
προεπίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
προεπισταμαι
IDX:
73683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73684
Key:

Data

{'content': 'to know'}