Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεπιλογίζομαι
προεπιλύω
προεπιμελέομαι
προεπινοέω
προεπίνοια
προεπιξενόομαι
προεπιπάσσω
προεπιπλήσσω
προεπισημαίνω
προεπισκεπτέον
προεπισκήπτομαι
προεπισκοπέω
προεπίσταμαι
προεπιστέλλω
προεπιταράσσω
προεπιτίθεμαι
προεπιτροπεύω
προεπιφαίνομαι
προεπιχειρέω
προεπιχείρησις
προεποικέω
View word page
προεπισκήπτομαι
bring an action of ἐπίσκηψις first

ShortDef

bring an action of ἐπίσκηψις first

Debugging

Headword:
προεπισκήπτομαι
Headword (normalized):
προεπισκήπτομαι
Headword (normalized/stripped):
προεπισκηπτομαι
IDX:
73681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73682
Key:

Data

{'content': 'bring an action of ἐπίσκηψις first'}