Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεποργίξομαι
ἀνεπόψιος
ἀνέραμαι
ἀνεραστία
ἀνέραστος
ἀνεργάζομαι
ἀνεργασία
ἀνέργαστος
ἀνέργεια
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείδω
ἀνέρεικτος
ἀνερείπομαι
ἀνερέπτομαι
ἀνερεύγω
ἀνερευθής
ἀνερευνάω
ἀνερεύνησις
ἀνερεύνητος
ἀνερίθευτος
View word page
ἀνερεθίζω
to stir up, excite

ShortDef

to stir up, excite

Debugging

Headword:
ἀνερεθίζω
Headword (normalized):
ἀνερεθίζω
Headword (normalized/stripped):
ανερεθιζω
IDX:
7367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7368
Key:

Data

{'content': 'to stir up, excite'}