Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προεπιδημέω
προεπιζευγνύω
προεπιθεωρέω
προεπιθυμία
προεπικοινόω
προεπικόπτω
προεπικρίνω
προεπιλογίζομαι
προεπιλύω
προεπιμελέομαι
προεπινοέω
προεπίνοια
προεπιξενόομαι
προεπιπάσσω
προεπιπλήσσω
προεπισημαίνω
προεπισκεπτέον
προεπισκήπτομαι
προεπισκοπέω
προεπίσταμαι
προεπιστέλλω
View word page
προεπινοέω
observe
ShortDef
observe
Debugging
Headword:
προεπινοέω
Headword (normalized):
προεπινοέω
Headword (normalized/stripped):
προεπινοεω
IDX:
73674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73675
Key:
Data
{'content': 'observe'}