Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεπίδεσμος
προεπιδέω
προεπιδημέω
προεπιζευγνύω
προεπιθεωρέω
προεπιθυμία
προεπικοινόω
προεπικόπτω
προεπικρίνω
προεπιλογίζομαι
προεπιλύω
προεπιμελέομαι
προεπινοέω
προεπίνοια
προεπιξενόομαι
προεπιπάσσω
προεπιπλήσσω
προεπισημαίνω
προεπισκεπτέον
προεπισκήπτομαι
προεπισκοπέω
View word page
προεπιλύω
solve previously

ShortDef

solve previously

Debugging

Headword:
προεπιλύω
Headword (normalized):
προεπιλύω
Headword (normalized/stripped):
προεπιλυω
IDX:
73672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73673
Key:

Data

{'content': 'solve previously'}