Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνέποπτος
ἀνεποργίξομαι
ἀνεπόψιος
ἀνέραμαι
ἀνεραστία
ἀνέραστος
ἀνεργάζομαι
ἀνεργασία
ἀνέργαστος
ἀνέργεια
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείδω
ἀνέρεικτος
ἀνερείπομαι
ἀνερέπτομαι
ἀνερεύγω
ἀνερευθής
ἀνερευνάω
ἀνερεύνησις
ἀνερεύνητος
View word page
ἄνεργος
not done
ShortDef
not done
Debugging
Headword:
ἄνεργος
Headword (normalized):
ἄνεργος
Headword (normalized/stripped):
ανεργος
IDX:
7366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7367
Key:
Data
{'content': 'not done'}