Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προεπιβουλεύω
προεπιβουλή
προεπιβρέχω
προεπιγιγνώσκω
προεπιγράφω
προεπιδείκνυμι
προεπίδεσμος
προεπιδέω
προεπιδημέω
προεπιζευγνύω
προεπιθεωρέω
προεπιθυμία
προεπικοινόω
προεπικόπτω
προεπικρίνω
προεπιλογίζομαι
προεπιλύω
προεπιμελέομαι
προεπινοέω
προεπίνοια
προεπιξενόομαι
View word page
προεπιθεωρέω
examine first
ShortDef
examine first
Debugging
Headword:
προεπιθεωρέω
Headword (normalized):
προεπιθεωρέω
Headword (normalized/stripped):
προεπιθεωρεω
IDX:
73666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73667
Key:
Data
{'content': 'examine first'}