Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεπόπτευτος
ἀνέποπτος
ἀνεποργίξομαι
ἀνεπόψιος
ἀνέραμαι
ἀνεραστία
ἀνέραστος
ἀνεργάζομαι
ἀνεργασία
ἀνέργαστος
ἀνέργεια
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείδω
ἀνέρεικτος
ἀνερείπομαι
ἀνερέπτομαι
ἀνερεύγω
ἀνερευθής
ἀνερευνάω
ἀνερεύνησις
View word page
ἀνέργεια
cessation from work, holiday
ShortDef
cessation from work, holiday
Debugging
Headword:
ἀνέργεια
Headword (normalized):
ἀνέργεια
Headword (normalized/stripped):
ανεργεια
IDX:
7365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7366
Key:
Data
{'content': 'cessation from work, holiday'}