Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπιχείρητος
ἀνεπόπτευτος
ἀνέποπτος
ἀνεποργίξομαι
ἀνεπόψιος
ἀνέραμαι
ἀνεραστία
ἀνέραστος
ἀνεργάζομαι
ἀνεργασία
ἀνέργαστος
ἀνέργεια
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείδω
ἀνέρεικτος
ἀνερείπομαι
ἀνερέπτομαι
ἀνερεύγω
ἀνερευθής
ἀνερευνάω
View word page
ἀνέργαστος
unwrought, untilled

ShortDef

unwrought, untilled

Debugging

Headword:
ἀνέργαστος
Headword (normalized):
ἀνέργαστος
Headword (normalized/stripped):
ανεργαστος
IDX:
7364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7365
Key:

Data

{'content': 'unwrought, untilled'}