Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεξιλεόομαι
προεξιόω
προεξίσταμαι
προεξογκόομαι
προεξοδεύω
προεξοδιάζω
προεξομαλίζω
προεξορμάω
προεξυμνέω
προεορτάζω
προέορτος
προεπαγγέλλω
προεπάγγελσις
προεπαινέω
προεπανασείω
προεπαφίημι
προεπείγω
προέπειμι
προεπιβάλλω
προεπιβουλεύω
προεπιβουλή
View word page
προέορτος
preliminary

ShortDef

preliminary

Debugging

Headword:
προέορτος
Headword (normalized):
προέορτος
Headword (normalized/stripped):
προεορτος
IDX:
73647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73648
Key:

Data

{'content': 'preliminary'}