Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεξευρίσκω
προεξεφίεμαι
προεξέχω
προεξηγέομαι
προεξιλεόομαι
προεξιόω
προεξίσταμαι
προεξογκόομαι
προεξοδεύω
προεξοδιάζω
προεξομαλίζω
προεξορμάω
προεξυμνέω
προεορτάζω
προέορτος
προεπαγγέλλω
προεπάγγελσις
προεπαινέω
προεπανασείω
προεπαφίημι
προεπείγω
View word page
προεξομαλίζω
make level before

ShortDef

make level before

Debugging

Headword:
προεξομαλίζω
Headword (normalized):
προεξομαλίζω
Headword (normalized/stripped):
προεξομαλιζω
IDX:
73643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73644
Key:

Data

{'content': 'make level before'}