Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεξέρχομαι
προεξετάζω
προεξευκρινέω
προεξευρίσκω
προεξεφίεμαι
προεξέχω
προεξηγέομαι
προεξιλεόομαι
προεξιόω
προεξίσταμαι
προεξογκόομαι
προεξοδεύω
προεξοδιάζω
προεξομαλίζω
προεξορμάω
προεξυμνέω
προεορτάζω
προέορτος
προεπαγγέλλω
προεπάγγελσις
προεπαινέω
View word page
προεξογκόομαι
to be made to swell first

ShortDef

to be made to swell first

Debugging

Headword:
προεξογκόομαι
Headword (normalized):
προεξογκόομαι
Headword (normalized/stripped):
προεξογκοομαι
IDX:
73640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73641
Key:

Data

{'content': 'to be made to swell first'}