Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπιχαρής
ἀνεπιχείρητος
ἀνεπόπτευτος
ἀνέποπτος
ἀνεποργίξομαι
ἀνεπόψιος
ἀνέραμαι
ἀνεραστία
ἀνέραστος
ἀνεργάζομαι
ἀνεργασία
ἀνέργαστος
ἀνέργεια
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείδω
ἀνέρεικτος
ἀνερείπομαι
ἀνερέπτομαι
ἀνερεύγω
ἀνερευθής
View word page
ἀνεργασία
unemployment, idleness

ShortDef

unemployment, idleness

Debugging

Headword:
ἀνεργασία
Headword (normalized):
ἀνεργασία
Headword (normalized/stripped):
ανεργασια
IDX:
7363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7364
Key:

Data

{'content': 'unemployment, idleness'}