Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεξεμέω
προεξεπίσταμαι
προεξεργάζομαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
προεξευκρινέω
προεξευρίσκω
προεξεφίεμαι
προεξέχω
προεξηγέομαι
προεξιλεόομαι
προεξιόω
προεξίσταμαι
προεξογκόομαι
προεξοδεύω
προεξοδιάζω
προεξομαλίζω
προεξορμάω
προεξυμνέω
View word page
προεξέχω
project from

ShortDef

project from

Debugging

Headword:
προεξέχω
Headword (normalized):
προεξέχω
Headword (normalized/stripped):
προεξεχω
IDX:
73635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73636
Key:

Data

{'content': 'project from'}