Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεξελκόω
προεξεμέω
προεξεπίσταμαι
προεξεργάζομαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
προεξευκρινέω
προεξευρίσκω
προεξεφίεμαι
προεξέχω
προεξηγέομαι
προεξιλεόομαι
προεξιόω
προεξίσταμαι
προεξογκόομαι
προεξοδεύω
προεξοδιάζω
προεξομαλίζω
προεξορμάω
View word page
προεξεφίεμαι
to enjoin beforehand

ShortDef

to enjoin beforehand

Debugging

Headword:
προεξεφίεμαι
Headword (normalized):
προεξεφίεμαι
Headword (normalized/stripped):
προεξεφιεμαι
IDX:
73634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73635
Key:

Data

{'content': 'to enjoin beforehand'}