Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεξέδρα
προέξειμι
προέξειμι2
προεξελαύνω
προεξελκόω
προεξεμέω
προεξεπίσταμαι
προεξεργάζομαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
προεξευκρινέω
προεξευρίσκω
προεξεφίεμαι
προεξέχω
προεξηγέομαι
προεξιλεόομαι
προεξιόω
προεξίσταμαι
προεξογκόομαι
View word page
προεξέρχομαι
to go out before

ShortDef

to go out before

Debugging

Headword:
προεξέρχομαι
Headword (normalized):
προεξέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
προεξερχομαι
IDX:
73630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73631
Key:

Data

{'content': 'to go out before'}