Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεξεγείρω
προεξέδρα
προέξειμι
προέξειμι2
προεξελαύνω
προεξελκόω
προεξεμέω
προεξεπίσταμαι
προεξεργάζομαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
προεξευκρινέω
προεξευρίσκω
προεξεφίεμαι
προεξέχω
προεξηγέομαι
προεξιλεόομαι
προεξιόω
προεξίσταμαι
View word page
προεξερευνητής
an explorer sent before

ShortDef

an explorer sent before

Debugging

Headword:
προεξερευνητής
Headword (normalized):
προεξερευνητής
Headword (normalized/stripped):
προεξερευνητης
IDX:
73629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73630
Key:

Data

{'content': 'an explorer sent before'}