Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχαρής
ἀνεπιχείρητος
ἀνεπόπτευτος
ἀνέποπτος
ἀνεποργίξομαι
ἀνεπόψιος
ἀνέραμαι
ἀνεραστία
ἀνέραστος
ἀνεργάζομαι
ἀνεργασία
ἀνέργαστος
ἀνέργεια
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείδω
ἀνέρεικτος
ἀνερείπομαι
ἀνερέπτομαι
ἀνερεύγω
View word page
ἀνεργάζομαι
knead, work up

ShortDef

knead, work up

Debugging

Headword:
ἀνεργάζομαι
Headword (normalized):
ἀνεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
ανεργαζομαι
IDX:
7362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7363
Key:

Data

{'content': 'knead, work up'}