Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεξασθενέω
προεξεγείρω
προεξέδρα
προέξειμι
προέξειμι2
προεξελαύνω
προεξελκόω
προεξεμέω
προεξεπίσταμαι
προεξεργάζομαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
προεξευκρινέω
προεξευρίσκω
προεξεφίεμαι
προεξέχω
προεξηγέομαι
προεξιλεόομαι
προεξιόω
View word page
προεξερευνάω
to investigate before

ShortDef

to investigate before

Debugging

Headword:
προεξερευνάω
Headword (normalized):
προεξερευνάω
Headword (normalized/stripped):
προεξερευναω
IDX:
73628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73629
Key:

Data

{'content': 'to investigate before'}