Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεξάρχω
προεξασθενέω
προεξεγείρω
προεξέδρα
προέξειμι
προέξειμι2
προεξελαύνω
προεξελκόω
προεξεμέω
προεξεπίσταμαι
προεξεργάζομαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
προεξευκρινέω
προεξευρίσκω
προεξεφίεμαι
προεξέχω
προεξηγέομαι
προεξιλεόομαι
View word page
προεξεργάζομαι
work out before

ShortDef

work out before

Debugging

Headword:
προεξεργάζομαι
Headword (normalized):
προεξεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προεξεργαζομαι
IDX:
73627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73628
Key:

Data

{'content': 'work out before'}