Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεξαρτάω
προεξάρχω
προεξασθενέω
προεξεγείρω
προεξέδρα
προέξειμι
προέξειμι2
προεξελαύνω
προεξελκόω
προεξεμέω
προεξεπίσταμαι
προεξεργάζομαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
προεξευκρινέω
προεξευρίσκω
προεξεφίεμαι
προεξέχω
προεξηγέομαι
View word page
προεξεπίσταμαι
to know well before

ShortDef

to know well before

Debugging

Headword:
προεξεπίσταμαι
Headword (normalized):
προεξεπίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
προεξεπισταμαι
IDX:
73626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73627
Key:

Data

{'content': 'to know well before'}