Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προεξαριθμέομαι
προεξαρτάω
προεξάρχω
προεξασθενέω
προεξεγείρω
προεξέδρα
προέξειμι
προέξειμι2
προεξελαύνω
προεξελκόω
προεξεμέω
προεξεπίσταμαι
προεξεργάζομαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
προεξευκρινέω
προεξευρίσκω
προεξεφίεμαι
προεξέχω
View word page
προεξεμέω
vomit before
ShortDef
vomit before
Debugging
Headword:
προεξεμέω
Headword (normalized):
προεξεμέω
Headword (normalized/stripped):
προεξεμεω
IDX:
73625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73626
Key:
Data
{'content': 'vomit before'}