Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεξάπτω
προεξαριθμέομαι
προεξαρτάω
προεξάρχω
προεξασθενέω
προεξεγείρω
προεξέδρα
προέξειμι
προέξειμι2
προεξελαύνω
προεξελκόω
προεξεμέω
προεξεπίσταμαι
προεξεργάζομαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
προεξευκρινέω
προεξευρίσκω
προεξεφίεμαι
View word page
προεξελκόω
exulcerate before

ShortDef

exulcerate before

Debugging

Headword:
προεξελκόω
Headword (normalized):
προεξελκόω
Headword (normalized/stripped):
προεξελκοω
IDX:
73624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73625
Key:

Data

{'content': 'exulcerate before'}