Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεξάνθησις
προεξανίσταμαι
προεξαντλέω
προεξαπατάω
προεξαποστέλλω
προεξάπτω
προεξαριθμέομαι
προεξαρτάω
προεξάρχω
προεξασθενέω
προεξεγείρω
προεξέδρα
προέξειμι
προέξειμι2
προεξελαύνω
προεξελκόω
προεξεμέω
προεξεπίσταμαι
προεξεργάζομαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
View word page
προεξεγείρω
stir up prematurely

ShortDef

stir up prematurely

Debugging

Headword:
προεξεγείρω
Headword (normalized):
προεξεγείρω
Headword (normalized/stripped):
προεξεγειρω
IDX:
73619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73620
Key:

Data

{'content': 'stir up prematurely'}