Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχαρής
ἀνεπιχείρητος
ἀνεπόπτευτος
ἀνέποπτος
ἀνεποργίξομαι
ἀνεπόψιος
ἀνέραμαι
ἀνεραστία
ἀνέραστος
ἀνεργάζομαι
ἀνεργασία
ἀνέργαστος
ἀνέργεια
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείδω
ἀνέρεικτος
ἀνερείπομαι
ἀνερέπτομαι
View word page
ἀνέραστος
not loved

ShortDef

not loved

Debugging

Headword:
ἀνέραστος
Headword (normalized):
ἀνέραστος
Headword (normalized/stripped):
ανεραστος
IDX:
7361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7362
Key:

Data

{'content': 'not loved'}