Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεξακοντίζω
προεξαλείφω
προεξάλλομαι
προεξαλλοτριόω
προεξαμαρτάνω
προεξαναλίσκω
προεξανθέω
προεξάνθησις
προεξανίσταμαι
προεξαντλέω
προεξαπατάω
προεξαποστέλλω
προεξάπτω
προεξαριθμέομαι
προεξαρτάω
προεξάρχω
προεξασθενέω
προεξεγείρω
προεξέδρα
προέξειμι
προέξειμι2
View word page
προεξαπατάω
to deceive before

ShortDef

to deceive before

Debugging

Headword:
προεξαπατάω
Headword (normalized):
προεξαπατάω
Headword (normalized/stripped):
προεξαπαταω
IDX:
73612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73613
Key:

Data

{'content': 'to deceive before'}