Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεξαΐσσω
προεξαιτέω
προεξακοντίζω
προεξαλείφω
προεξάλλομαι
προεξαλλοτριόω
προεξαμαρτάνω
προεξαναλίσκω
προεξανθέω
προεξάνθησις
προεξανίσταμαι
προεξαντλέω
προεξαπατάω
προεξαποστέλλω
προεξάπτω
προεξαριθμέομαι
προεξαρτάω
προεξάρχω
προεξασθενέω
προεξεγείρω
προεξέδρα
View word page
προεξανίσταμαι
to rise and go out before

ShortDef

to rise and go out before

Debugging

Headword:
προεξανίσταμαι
Headword (normalized):
προεξανίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
προεξανισταμαι
IDX:
73610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73611
Key:

Data

{'content': 'to rise and go out before'}