Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεξάγω
προεξαδυνατέω
προεξαιθριάζω
προεξαιρέω
προεξαΐσσω
προεξαιτέω
προεξακοντίζω
προεξαλείφω
προεξάλλομαι
προεξαλλοτριόω
προεξαμαρτάνω
προεξαναλίσκω
προεξανθέω
προεξάνθησις
προεξανίσταμαι
προεξαντλέω
προεξαπατάω
προεξαποστέλλω
προεξάπτω
προεξαριθμέομαι
προεξαρτάω
View word page
προεξαμαρτάνω
to do wrong before

ShortDef

to do wrong before

Debugging

Headword:
προεξαμαρτάνω
Headword (normalized):
προεξαμαρτάνω
Headword (normalized/stripped):
προεξαμαρτανω
IDX:
73606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73607
Key:

Data

{'content': 'to do wrong before'}