Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προένωμα
προεξαγγέλλω
προεξαγκωνίζω
προεξάγω
προεξαδυνατέω
προεξαιθριάζω
προεξαιρέω
προεξαΐσσω
προεξαιτέω
προεξακοντίζω
προεξαλείφω
προεξάλλομαι
προεξαλλοτριόω
προεξαμαρτάνω
προεξαναλίσκω
προεξανθέω
προεξάνθησις
προεξανίσταμαι
προεξαντλέω
προεξαπατάω
προεξαποστέλλω
View word page
προεξαλείφω
erase, cancel prematurely
ShortDef
erase, cancel prematurely
Debugging
Headword:
προεξαλείφω
Headword (normalized):
προεξαλείφω
Headword (normalized/stripped):
προεξαλειφω
IDX:
73603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73604
Key:
Data
{'content': 'erase, cancel prematurely'}