Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπίφατος
ἀνεπιφθόνητος
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχαρής
ἀνεπιχείρητος
ἀνεπόπτευτος
ἀνέποπτος
ἀνεποργίξομαι
ἀνεπόψιος
ἀνέραμαι
ἀνεραστία
ἀνέραστος
ἀνεργάζομαι
ἀνεργασία
ἀνέργαστος
ἀνέργεια
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείδω
ἀνέρεικτος
View word page
ἀνέραμαι
to love again, love anew

ShortDef

to love again, love anew

Debugging

Headword:
ἀνέραμαι
Headword (normalized):
ἀνέραμαι
Headword (normalized/stripped):
ανεραμαι
IDX:
7359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7360
Key:

Data

{'content': 'to love again, love anew'}