Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
View word page
ἀγριοαππίδιον
wild pear tree

ShortDef

wild pear tree

Debugging

Headword:
ἀγριοαππίδιον
Headword (normalized):
ἀγριοαππίδιον
Headword (normalized/stripped):
αγριοαππιδιον
IDX:
735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-736
Key:

Data

{'content': 'wild pear tree'}